- ἐπίδαμος
- ἐπίδᾱμος, [full] ἐπιδάμιος, [dialect] Dor. for ἐπιδημ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίδαμος — ἐπίδᾱμος , ἐπίδαμος masc/fem nom sg ἐπίδᾱμος , ἐπίδημος at home masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδαμος — επιδάμιος κ.λπ. βλ. επίδημος … Dictionary of Greek
επίδημος — ἐπίδημος, ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, ον) (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο 2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο 3. φρ. «έπίδαμος φάτις» η άποψη, η φήμη… … Dictionary of Greek
ἐπίδαμον — ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος masc/fem acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος neut nom/voc/acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home masc/fem acc sg (doric) ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)